Σελίδες

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Μελτέμι στην Αθήνα είναι ...

Μελτέμι στην Αθήνα είναι, μόλις πρωτοπιάνει να φυσά, ο ουρανός να παίρνει για λίγο εκείνο το ζαφειρένιο χρώμα του πουνεντομαΐστρου και να φτιάχνει όμορφους σωρείτες Το σκηνικό αυτό, σύμβολο έναρξης του πολυήμερου μελτεμιού, κρατάει από λίγες ώρες μέχρι ένα εικοσιτετράωρο. Μετά, καθώς το μελτέμι επιβάλλει την κυριαρχία του πάνω από την ελληνική επικράτεια, σταδιακά ο αττικός ουρανός επιστρέφει στη γκάμα του αυθεντικού γαλάζιου, που κι αυτό σιγά-σιγά καθώς περνούν οι μέρες ξεθωριάζει ελαφρά. Μη βιαστείτε να πείτε ότι είναι οι ρύποι. Ναι, σίγουρα, εδώ είναι κι αυτοί. Όμως, αυτό το ξεθώριασμα το είχα παρατηρήσει από τότε που ήμουν παιδί και σε εποχές και περιοχές του λεκανοπεδίου όπου ρύποι δεν υπήρχαν. Σκόνη να είναι,άραγε;.

Μελτέμι στην Αθήνα είναι, η θάλασσα να μην ξεγελιέται από τα ζαφειρο-μασκαρέματα του ουρανού. Μόλις πιάνει το μελτέμι, ο Σαρωνικός φοράει από την αρχή τη βαθυγάλανη θωριά του, εκείνη την αιγαιοπελαγίτικη που ύμνησαν οι ποιητές και δόξασαν οι ζωγράφοι. Κι όταν το μελτέμι φορτσάρει, ο Σαρωνικός φοράει και τις λευκές δαντέλες του σαν κι αυτές του του αδελφού του Νότιου Ευβοϊκού (αυθεντικός, δροσερός αιγαιοπελαγίτης, αυτός).

Μερικές φορές τα πρωινά, το μπλε του Σαρωνικού εκεί στο Φαληρικό Όρμο όπως το βλέπω από το μπαλκόνι μου, γίνεται ανεξήγητα πολύ σκούρο, σχεδόν ιώδες, χωρίς τίποτε στην ατμόσφαιρα να δίνει κάποια σαφή νύξη για το σπάνιο αυτό χρώμα. Τα υποθαλάσσια ρεύματα, θα παίζουν μάλλον κι αυτά το ρόλο τους και το μελτέμι σίγουρα το δικό του.




Μελτέμι στην Αθήνα είναι κι άλλα χρώματα. Είναι τα χρυσοκόκκινα που βάφουν τις ανέφελες ανατολές και τα δειλινά ομορφαίνοντας την ακαλαίσθητη όψη της πόλης: Μελτέμι στην Αθήνα, όμως είναι και πράγματα λίγότερο ρομαντικά, όπως να γίνεται η ατμόσφαιρα τόσο ξηρή που να σε «κόβουν» τα μάτια κι από το διάχυτο ηλεκτρισμό να μην μπορείς να αγγίξεις καμμιά μεταλλική επιφάνεια. Άντε να το πω, τώρα, αυτό του (δικαίως) αγανακτησμένου ταξιτζή που του κλείνω την πόρτα με τους καρπούς ή τους αγκώνες.

Μελτέμι στην Αθήνα, είναι και η σκόνη, καμμιά φορά κι οι ιπτάμενες σακκούλες, οι σπασμένοι κάδοι και οι σχισμένες τέντες, ακόμη και οι πονοκέφαλοι κι ο εκνευρισμός κι όλα τα ενοχλητικά συμπτώματα που φέρνουν όλοι οι επίμονοι ισχυροί άνεμοι. Ωστόσο, αυτές οι εξάρσεις δεν είναι και καθημερινό φαινόμενο μελτεμόκαιρου μέσα στο λεκανοπέδιο.



Πηγή: flickr
Το μελτέμι στην Αθήνα πάντως, είναι ... ταξικό! Δροσίζει το Διόνυσο και να ξεροψήνει τη Νίκαια. Το βράδυ, όμως, αν και συνήθως εξασθενημένο, χαρίζει σχετικά δημοκρατικά τη δροσιά του σε όλες τις συνοικιακές πλατείες, τα παρκάκια και τα θερινά σινεμά. Και την ημέρα, ακόμη κι αν δεν δροσίζει, ακόμη κι αν ελάχιστα ριγεί τις φυλλωσιές, το μελτέμι σιγοσφυρίζει πάντα το όμορφο τραγούδι του στα σύρματα και στις χαραμάδες για όσους θέλουν να το ακούσουν. Ένα μόνο πράγμα, όμως, εμένα μου λείπει αφάνταστα όταν φυσάει για μέρες το μελτέμι. Το αγαπημένο Σύννεφο!

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Μελτέμι, το κέρατό μου!

Πηγή: Flickr
Χτυπάει το κινητό κατά τις έξι. Μήνυμα από την Αλέκα: «Έλα ρε ξαδελφούλα! Να σε πάρω;» Την παίρνω εγώ: «Λοιπόν, τα νέα σου! Πώς τα περνάς εκεί κάτω, Αλεκάκι; Τι καιρό κάνει;» «Μωρ’ συ, τρελλή,» απάντησε τρυφερά, ξεκαρδισμένη στο γέλιο η Αλέκα. «Φαγώθηκες! Σαν τι καιρό θέλεις να κάνει, εδώ πέρα! Ό, τι κάνει και κει σε σένα! Διαολεμένο μελτέμι, το κέρατό μου και κάτι ψωροσύννεφα!» «Α, όχι ψωροσύννεφα οι μελτεμοσωρείτες, ξαδέλφη μου!» διαμαρτυρήθηκα εγώ. «Δεν ξέρω τι μου λες εσύ,» συνέχισε ακάθεκτη εκείνη «αλλά οι μελτεμοπατσαβουρείτες σου νερό δεν φέρνουν εδώ!. Στο εξοχικό, όμως, πρέπει να έπεσε καλό νεράκι, την Κυριακή!» συμπλήρωσε σε άλλο τόνο. Η Αλέκα ήταν καιρόφιλη από παιδί, όπως αρκετοί στο σόι μας, αλλά δεν το είχε συνειδητοποιήσει μέχρι τη στιγμή που αγάπησε το ψάρεμα με τη βάρκα. Δεν σκοτίστηκε ποτέ για το όνομα που έχουν τα σύννεφα. Είχε μάθει όμως κοιτάζοντας τον ουρανό να μαντεύει τα καλοκαιρινά μπουρίνια. Όταν ήταν μικρή, της άρεσε να σκηνοθετεί «ραδιοφωνικά θεατρικά» στο παλαιομοδίτικο ηλεκτρικό μαγνητόφωνο του πατέρα της, μουσειακό είδος πλέον. Προτίμησή της οι ιστορίες μυστηρίου και τρόμου, και η κωμωδία. Μαζί τα φτιάχναμε τα σενάρια οι τρεις ξαδελφάδες (η Αλέκα, η αδελφή μου κι εγώ), εμείς οι τρεις παίζαμε κι όλους τους ρόλους. Η Αλέκα ήταν όμως η αδιαφιλονίκητη σκηνοθέτις, που είχε και την τεχνική επιμέλεια της ηχογράφησης με ειδικότητα στα καιρικά εφφέ. Με μια μπάλα χαρτί κι ένα χρυσόχαρτο έστηνε ολόκληρη καταιγίδα, από το σιγανοψιχάλισμα, μέχρι τον κατακλυσμό. Κι από κεραυνούς, νόμιζες ότι έσπαγαν τζάμια! Ένα ντουλάπι κομοδίνου που έτριζε, ήταν αρκετό για να ζωντανέψει ένα στοιχειωμένο σπίτι με τα παραθυρόφυλλα να χτυπούν σαν τρελλά στον άνεμο. Για να φτιαχτεί όμως ο ίδιος ο άνεμος, έπρεπε να βάλουμε κι οι τρεις όλη μας την τέχνη! Υπακούοντας οι δύο μικρότερες στα σκηνοθετικά νεύματα της Αλέκας, φυσούσαμε και ρουφούσαμε την ανάσα μας μπροστά στο ανοιχτό μικρόφωνο πασχίζοντας να αποδώσουμε το παγερό ξεροβόρι ή την ανάλαφρη ανοιξιάτικη αύρα. Όταν το σενάριο είχε χιόνι, ομίχλη ή σύννεφα, τότε τησκυτάλη την έπαιρνε η μουσική επένδυση. Άρπα για το χιόνι, έγχορδα για τα σύννεφα, με την ελάσσονα κλίμακα να κρύβει τον ήλιο κάτω από τα σύννεφα και τη μείζονα κλίμακα να τον ξαναφανερώνει και πάει λέγοντας. Μέχρι πρόσφατα,τις «ραδιοφωνικές» αυτές «παραγωγές» της ύστερης παιδικής μας ηλικίας τις ακούγαμε που και που οι ξαδελφάδες και γελάγαμε. Σήμερα, οι συνθήκες το έχουν φέρει να μην μπορούμε πια να κανονίσουμε ούτε μια συνάντηση για καφέ. Μπορούμε, τουλάχιστον, η κάθε μια από το μετερίζι της να ανταλλάσσουμε καιρικές παρατηρήσεις μέσω κινητού. «Εγώ εδώ πάνω, έχω ένα οχτάρι μποφόρ γεμάτο!» συνέχισα εγώ την τηλεφωνική καιροκουβέντα με αυτοπεποίθηση «έμπειρου ναυτικού». «Τα σημαιάκια τα έχει σκίσει όλα ο αέρας!» «Χα χα, κι εδώ το ίδιο! Τίποτε δεν έχει αφήσει όρθιο! Είναι όμως χάρμα οφθαλμών τα ιστιοπλοϊκά που βγαίνουν ατρόμητα στ’ ανοιχτά!» απάντησε η Αλέκα. «Είναι και οι γλάροι! Δεκάδες πετούν πάνω από το κεφάλια μας έχοντας εγκαταλείψει τη θάλασσα. Είναι και τούτο το παράξενο νέο φεγγάρι. Τι καιρό θα φέρει, άραγε;» «Α, για τούτα δω τα πράγματα εγώ δεν ξέρω τίποτε! Υπάρχουν άλλοι πιο ειδικοί. Οι παλιοί ναυτικοί και οι ψαράδες όπως του λόγου σου!» γέλασα. Είπαμε κι άλλα πολλά, παλιά και καινούργια, μικρά και μεγάλα από κείνα που χρόνια τώρα μας ενώνουν. Από κείνα που έφεραν γέλια αλλά και δάκρυα. Κι όλα τούτα γίναν χωρίς να βλέπει η μια το πρόσωπο της άλλης. Με δυό καλά φορτισμένα κινητά, δυό παρόμοια γιάλινα φινιστρίνια, παρόμοιους λευκοντυμένους ναυτικούς να πηγαινοέρχονται γύρω μας κι έναν ολόιδιο μελτεμίσιο ουρανό, εκμηδενίσαμε το ανυπέρβλητο εμπόδιο των απελπιστικά λίγων χιλιομέτρων (ναυτικών μιλίων, αν προτιμάτε) που χώριζαν τις δυό λευκές μας κουπαστές, εκείνο το ανεμοδαρμένο απόγευμα της Τρίτης 29 Ιουλίου. 2008


«Μελτέμι το κέρατό μου!» - ένα χρόνο μετά

Τότε, ανελέητο μελτέμι. Τώρα ξέπνοος μπάτης.
Τότε, οι γλάροι. Τώρα τζιτζίκια ράθυμα.
Τότε πολυάσχολοι λευκοντυμένοι ναυτικοί που πηγαινοέρχονταν στο κατάστρωμα
Τώρα λευκοντυμένοι ναυτικοί σιωπηλά παραγμένοι αποχαιρετούν
Τότε γιγάντια πλώρη με καλογυαλισμένες κουπαστές και θυθισμένες άγκυρες.
Τώρα λευκό τρεχαντήρι που σκίζει το κύμα, ολοταχώς για το Σταυρό του Νότου,
εκεί ψηλά στους ωκεανούς του ουρανού.
Καλό ταξίδι Αλεκάκι! Άπλωσε το ζαφειρένιο σου βλέμμα να πάρουν χρώμα τα άστρα!
Οι άγγελοι περιμένουν να τους μάθεις να γελούν.

Αθήνα 19 Ιουλίου 2009